cavea

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cavea < cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂eu-

Ουσιαστικό

cavea θηλυκό

  1. κοιλότητα
  2. περίφραξη
  3. κλουβί
  4. το κοίλο του θεάτρου
  5. η κοιλότητα του ματιού
  6. η στοματική κοιλότητα

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cavea caveae
γενική caveae caveārum
δοτική caveae caveīs
αιτιατική caveam caveās
κλητική cavea caveae
αφαιρετική caveā caveīs
(α' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.