cova

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

cova < cavea < cavus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *k̂eu-

Ουσιαστικό

cova θηλυκό

  1. (μεσαιωνικά λατινικά) κοιλότητα
  2. (μεσαιωνικά λατινικά) κοίλος τόπος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική cova covae
γενική covae covārum
δοτική covae covīs
αιτιατική covam covās
κλητική cova covae
αφαιρετική covā covīs
(α' κλίση)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.