γουρουνόπουλλον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γουρουνόπουλλον < γουρούν(ιν) + -όπουλλον
Ουσιαστικό
γουρουνόπουλλον ουδέτερο
- άλλη μορφή του γουρουνόπουλο, υποκοριστικό του γουρούνιν
- ※ γȣρȣνόπȣλλον, χοιρίδιον ⌘ σελ. 110 σελ. 111 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google
Πηγές
- γουρουνόπουλο - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.