γονατιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γονατιστήρι τα γονατιστήρια
      γενική του γονατιστηριού των γονατιστηριών
    αιτιατική το γονατιστήρι τα γονατιστήρια
     κλητική γονατιστήρι γονατιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γονατιστήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γονατιστήρι ουδέτερο

  • χαμηλός πάγκος γονατίσματος προσευχής, συνήθως από ξύλο, με επένδυση στο πάνω μέρος με μαλακό υλικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.