γονάτιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ γονάτιον τὰ γονάτι
      γενική τοῦ γονατίου τῶν γονατίων
      δοτική τῷ γονατί τοῖς γονατίοις
    αιτιατική τὸ γονάτιον τὰ γονάτι
     κλητική ! γονάτιον γονάτι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γονατίω
γεν-δοτ τοῖν  γονατίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γονάτιον < αρχαία ελληνική γόνυ + υποκοριστικό επίθημα -ιον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu

Ουσιαστικό

γονάτιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. υποκοριστικό του γόνυ
  2. κυρτό ξύλο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται το υνί
     συνώνυμα: γύης
  3. αρμός του καλαμιού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.