γονάτιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | γονάτιον | τὰ | γονάτιᾰ |
| γενική | τοῦ | γονατίου | τῶν | γονατίων |
| δοτική | τῷ | γονατίῳ | τοῖς | γονατίοις |
| αιτιατική | τὸ | γονάτιον | τὰ | γονάτιᾰ |
| κλητική ὦ! | γονάτιον | γονάτιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γονατίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γονατίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γονάτιον < αρχαία ελληνική γόνυ + υποκοριστικό επίθημα -ιον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵónu
Ουσιαστικό
γονάτιον ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- γονάτιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.