γύης

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γύης, μάλλον ομόρριζο με το γῆ, γαῖα

Ουσιαστικό

γύης αρσενικό

  1. το κυρτό ξύλο του αρότρου στο οποίο προσαρμόζεται το υνί
  2. μέτρο γης, χωράφι
  3. (μεταφορικά) η σύζυγος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.