γνωμικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνωμικός | η | γνωμική | το | γνωμικό |
| γενική | του | γνωμικού | της | γνωμικής | του | γνωμικού |
| αιτιατική | τον | γνωμικό | τη | γνωμική | το | γνωμικό |
| κλητική | γνωμικέ | γνωμική | γνωμικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνωμικοί | οι | γνωμικές | τα | γνωμικά |
| γενική | των | γνωμικών | των | γνωμικών | των | γνωμικών |
| αιτιατική | τους | γνωμικούς | τις | γνωμικές | τα | γνωμικά |
| κλητική | γνωμικοί | γνωμικές | γνωμικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνωμικός < ελληνιστική κοινή γνωμικός < αρχαία ελληνική γνώμη
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣno.miˈkos/
Επίθετο
γνωμικός, -ή, -ό
Συνώνυμα
Πολυλεκτικοί όροι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.