αποφθεγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποφθεγματικός | η | αποφθεγματική | το | αποφθεγματικό |
| γενική | του | αποφθεγματικού | της | αποφθεγματικής | του | αποφθεγματικού |
| αιτιατική | τον | αποφθεγματικό | την | αποφθεγματική | το | αποφθεγματικό |
| κλητική | αποφθεγματικέ | αποφθεγματική | αποφθεγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποφθεγματικοί | οι | αποφθεγματικές | τα | αποφθεγματικά |
| γενική | των | αποφθεγματικών | των | αποφθεγματικών | των | αποφθεγματικών |
| αιτιατική | τους | αποφθεγματικούς | τις | αποφθεγματικές | τα | αποφθεγματικά |
| κλητική | αποφθεγματικοί | αποφθεγματικές | αποφθεγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποφθεγματικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποφθεγματικός
Μεταφράσεις
αποφθεγματικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.