νηματοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νηματοποίηση | οι | νηματοποιήσεις |
| γενική | της | νηματοποίησης | των | νηματοποιήσεων |
| αιτιατική | τη | νηματοποίηση | τις | νηματοποιήσεις |
| κλητική | νηματοποίηση | νηματοποιήσεις | ||
| Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
| Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νηματοποίηση < νήμα + -ο- + -ποίηση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική spinning)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ni.ma.to.ˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : νη‐μα‐το‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό
νηματοποίηση θηλυκό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.