γλουτένη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλουτένη | οι | γλουτένες |
| γενική | της | γλουτένης | των | γλουτενών |
| αιτιατική | τη | γλουτένη | τις | γλουτένες |
| κλητική | γλουτένη | γλουτένες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γλουτένη θηλυκό
- (βιοχημεία) κύρια πρωτεΐνη των δημητριακών (ιδιαίτερα του σιταριού) η οποία συμβάλλει στην ελαστικότητα της ζύμης και στη δομή του ψημένου ψωμιού
-
γλουτένη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.