gluten
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- gluten < (λόγιο δάνειο) λατινική glūten
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- gluten < πρωτοϊταλική *gloiten < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glóh₁ytn̥ < *gleh₁y- (κολλώ, αλείφω)
- glūtĭnum
Κλίση
| αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ονομαστική | gluten | glutină |
| γενική | glutinis | glutinum |
| δοτική | glutinī | glutinĭbus |
| αιτιατική | gluten | glutină |
| κλητική | gluten | glutină |
| αφαιρετική | glutine | glutinĭbus |
Απόγονοι
gluten (λατινικά)
Πηγές
- gluten - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.