κομψότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κομψότητα οι κομψότητες
      γενική της κομψότητας των κομψοτήτων
    αιτιατική την κομψότητα τις κομψότητες
     κλητική κομψότητα κομψότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κομψότητα < αρχαία ελληνική κομψότης

Προφορά

ΔΦΑ : /komˈpso.ti.ta/

Ουσιαστικό

κομψότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του κομψού
  2. (πληθυντικός) λόγια με (επιφανειακή) χάρη και ευγένεια, συμπεριφορά του σαλονιού

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.