γκάου-μπίου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκάου-μπίου < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γκάου-μπίου αρσενικό, άκλιτο

  1. άσχετος, βλάκας, αυτός που δεν ξέρει τι του γίνεται, που είναι φευγάτος
     συνώνυμα: γκάου
  2. (στρατιωτική αργκό) ειρωνική προσφώνηση του νεοσύλλεκτου, του νέου φαντάρου· γκάβακας, στραβάδι

  • γκαουμπίου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.