στραβούλιακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στραβούλιακας | οι | στραβούλιακες |
| γενική | του | στραβούλιακα | των | στραβούλιακων |
| αιτιατική | τον | στραβούλιακα | τους | στραβούλιακες |
| κλητική | στραβούλιακα | στραβούλιακες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στραβούλιακας αρσενικό
- (μειωτικό, λαϊκότροπο και υβριστικό) εκείνος που δεν βλέπει καλά, που φοράει γυαλιά και π.χ. εμπλέκεται σε ένα ατύχημα ή πέφτει πάνω σε κάποιον άλλον
- Δεν έβλεπες την τύφλα σου στραβούλιακα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.