ψαρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψαρώνω < ψάρι (στρατιωτική αργκό: νέος, νεοσύλλεκτος) + κατάληξη -ώνω
Ρήμα
ψαρώνω
- (αργκό, αμετάβατο) τα χάνω, σαστίζω, νιώθω αμήχανος και φοβισμένος, ιδιαίτερα απέναντι σε κάποιον ανώτερο ιεραρχικά ή γενικά ισχυρότερο
- είδε το λοχία και ψάρωσε
- (αργκό, μεταβατικό) κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει
- έχει τον τρόπο να ψαρώνει τα νεούδια με ένα βλέμμα
- (αργκό, αμετάβατο) την πατάω, πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι
- μου έκανε πλάκα κι εγώ ψάρωσα
- (αργκό, μεταβατικό) πιάνω κάποιον κορόιδο, ξεγελώ
- σε ψάρωσε έτσι εύκολα;
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψαρώνω | ψάρωνα | θα ψαρώνω | να ψαρώνω | ψαρώνοντας | |
| β' ενικ. | ψαρώνεις | ψάρωνες | θα ψαρώνεις | να ψαρώνεις | ψάρωνε | |
| γ' ενικ. | ψαρώνει | ψάρωνε | θα ψαρώνει | να ψαρώνει | ||
| α' πληθ. | ψαρώνουμε | ψαρώναμε | θα ψαρώνουμε | να ψαρώνουμε | ||
| β' πληθ. | ψαρώνετε | ψαρώνατε | θα ψαρώνετε | να ψαρώνετε | ψαρώνετε | |
| γ' πληθ. | ψαρώνουν(ε) | ψάρωναν ψαρώναν(ε) |
θα ψαρώνουν(ε) | να ψαρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψάρωσα | θα ψαρώσω | να ψαρώσω | ψαρώσει | ||
| β' ενικ. | ψάρωσες | θα ψαρώσεις | να ψαρώσεις | ψάρωσε | ||
| γ' ενικ. | ψάρωσε | θα ψαρώσει | να ψαρώσει | |||
| α' πληθ. | ψαρώσαμε | θα ψαρώσουμε | να ψαρώσουμε | |||
| β' πληθ. | ψαρώσατε | θα ψαρώσετε | να ψαρώσετε | ψαρώστε | ||
| γ' πληθ. | ψάρωσαν ψαρώσαν(ε) |
θα ψαρώσουν(ε) | να ψαρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψαρώσει | είχα ψαρώσει | θα έχω ψαρώσει | να έχω ψαρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψαρώσει | είχες ψαρώσει | θα έχεις ψαρώσει | να έχεις ψαρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψαρώσει | είχε ψαρώσει | θα έχει ψαρώσει | να έχει ψαρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψαρώσει | είχαμε ψαρώσει | θα έχουμε ψαρώσει | να έχουμε ψαρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψαρώσει | είχατε ψαρώσει | θα έχετε ψαρώσει | να έχετε ψαρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψαρώσει | είχαν ψαρώσει | θα έχουν ψαρώσει | να έχουν ψαρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.