ψαρώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψαρώνω < ψάρι (στρατιωτική αργκό: νέος, νεοσύλλεκτος) + κατάληξη -ώνω

Ρήμα

ψαρώνω

  1. (αργκό, αμετάβατο) τα χάνω, σαστίζω, νιώθω αμήχανος και φοβισμένος, ιδιαίτερα απέναντι σε κάποιον ανώτερο ιεραρχικά ή γενικά ισχυρότερο
    είδε το λοχία και ψάρωσε
  2. (αργκό, μεταβατικό) κάνω κάποιον να σαστίσει, να τα χάσει
    έχει τον τρόπο να ψαρώνει τα νεούδια με ένα βλέμμα
  3. (αργκό, αμετάβατο) την πατάω, πιάνομαι κορόιδο, ξεγελιέμαι
    μου έκανε πλάκα κι εγώ ψάρωσα
  4. (αργκό, μεταβατικό) πιάνω κάποιον κορόιδο, ξεγελώ
    σε ψάρωσε έτσι εύκολα;

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.