γιατρειά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιατρειά οι γιατρειές
      γενική της γιατρειάς των γιατρειών
    αιτιατική τη γιατρειά τις γιατρειές
     κλητική γιατρειά γιατρειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιατρειά < αρχαία ελληνική ἰατρεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝa.tɾiˈa/

Ουσιαστικό

γιατρειά θηλυκό

  1. η θεραπεία, η απαλλαγή από μια αρρώστια
  2. (μεταφορικά) η απαλλαγή από ένα κακό
     συνώνυμα: σωτηρία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.