γιάτρεμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιάτρεμα τα γιατρέματα
      γενική του γιατρέματος των γιατρεμάτων
    αιτιατική το γιάτρεμα τα γιατρέματα
     κλητική γιάτρεμα γιατρέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιάτρεμα < αρχαία ελληνική ἰάτρευμα

Ουσιαστικό

γιάτρεμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.