γευσιγνωσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γευσιγνωσία | οι | γευσιγνωσίες |
| γενική | της | γευσιγνωσίας | των | γευσιγνωσιών |
| αιτιατική | τη | γευσιγνωσία | τις | γευσιγνωσίες |
| κλητική | γευσιγνωσία | γευσιγνωσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γευσιγνωσία θηλυκό
- η διαδικασία αξιολόγησης μιας τροφής με σκοπό την εκτίμησή της σε επίπεδο οσμής, γεύσης, χρώματος και συνοχής
- Για την γευσιγνωσία του τσίπουρου χρησιμοποιούμε τις αισθήσεις που χρησιμοποιούμε και στο κρασί, την όραση , την όσφρηση και την γεύση (Γευσιγνωσία στο τσίπουρο)
Μεταφράσεις
γευσιγνωσία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.