προγεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προγεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προγεύομαι (γεύομαι από πριν, δοκιμάζω προηγουμένως)
Μεταφράσεις
προγεύομαι
|
|
Πηγές
- προγεύομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.