γευσιγνώστης
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- γευσιγνώστης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
γευσιγνώστης αρσενικό (θηλυκό γευσιγνώστρια)
- (επάγγελμα) ειδικός στην κριτική γεύσεων και ιδίως κρασιών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γευσιγνώστης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.