γεροπαράξενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεροπαράξενος | η | γεροπαράξενη | το | γεροπαράξενο |
| γενική | του | γεροπαράξενου | της | γεροπαράξενης | του | γεροπαράξενου |
| αιτιατική | τον | γεροπαράξενο | τη | γεροπαράξενη | το | γεροπαράξενο |
| κλητική | γεροπαράξενε | γεροπαράξενη | γεροπαράξενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεροπαράξενοι | οι | γεροπαράξενες | τα | γεροπαράξενα |
| γενική | των | γεροπαράξενων | των | γεροπαράξενων | των | γεροπαράξενων |
| αιτιατική | τους | γεροπαράξενους | τις | γεροπαράξενες | τα | γεροπαράξενα |
| κλητική | γεροπαράξενοι | γεροπαράξενες | γεροπαράξενα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
γεροπαράξενος, -η, -ο
- (για ηλικιωμένο άτομο) που έχει πολλές παράξενες ή ιδιότροπες συμπεριφορές
- (κατ’ επέκταση) ιδιότροπος και παράξενος οποιασδήποτε ηλικίας
Μεταφράσεις
γεροπαράξενος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.