γεροπαράξενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροπαράξενος η γεροπαράξενη το γεροπαράξενο
      γενική του γεροπαράξενου της γεροπαράξενης του γεροπαράξενου
    αιτιατική τον γεροπαράξενο τη γεροπαράξενη το γεροπαράξενο
     κλητική γεροπαράξενε γεροπαράξενη γεροπαράξενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροπαράξενοι οι γεροπαράξενες τα γεροπαράξενα
      γενική των γεροπαράξενων των γεροπαράξενων των γεροπαράξενων
    αιτιατική τους γεροπαράξενους τις γεροπαράξενες τα γεροπαράξενα
     κλητική γεροπαράξενοι γεροπαράξενες γεροπαράξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεροπαράξενος < γερο- (γέρος) + παράξενος

Επίθετο

γεροπαράξενος, -η, -ο

  1. (για ηλικιωμένο άτομο) που έχει πολλές παράξενες ή ιδιότροπες συμπεριφορές
  2. (κατ’ επέκταση) ιδιότροπος και παράξενος οποιασδήποτε ηλικίας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.