γεροπαραλυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεροπαραλυμένος η γεροπαραλυμένη το γεροπαραλυμένο
      γενική του γεροπαραλυμένου της γεροπαραλυμένης του γεροπαραλυμένου
    αιτιατική τον γεροπαραλυμένο τη γεροπαραλυμένη το γεροπαραλυμένο
     κλητική γεροπαραλυμένε γεροπαραλυμένη γεροπαραλυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεροπαραλυμένοι οι γεροπαραλυμένες τα γεροπαραλυμένα
      γενική των γεροπαραλυμένων των γεροπαραλυμένων των γεροπαραλυμένων
    αιτιατική τους γεροπαραλυμένους τις γεροπαραλυμένες τα γεροπαραλυμένα
     κλητική γεροπαραλυμένοι γεροπαραλυμένες γεροπαραλυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεροπαραλυμένος < γερο- + παραλυμένος

Μετοχή

γεροπαραλυμένος, -η, -ο (μειωτικό) ο έκφυλος γέρος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.