γερομπισμπίκης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερομπισμπίκης οι γερομπισμπίκηδες
      γενική του γερομπισμπίκη των γερομπισμπίκηδων
    αιτιατική τον γερομπισμπίκη τους γερομπισμπίκηδες
     κλητική γερομπισμπίκη γερομπισμπίκηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερομπισμπίκης < γερο- (γέρος) + μπισμπίκης

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝe.ɾo.bizˈbi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γερομπισμπίκης

Ουσιαστικό

γερομπισμπίκης αρσενικό

  • γερομπιζμπίκης

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.