ατάκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατάκα οι ατάκες
      γενική της ατάκας
    αιτιατική την ατάκα τις ατάκες
     κλητική ατάκα ατάκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατάκα < ιταλ. attacca

Ουσιαστικό

ατάκα θηλυκό

  1. μουσικός όρος που σημαίνει ότι το επόμενο κομμάτι πρέπει να ακολουθήσει χωρίς διακοπή
  2. θεατρικός όρος που σημαίνει την άμεση απόκριση στα διαλογικά μέρη τού έργου
  3. έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι, το μότο
    η ατάκα που λέω σε κάποιον άπειρο για κάποιο θέμα είναι ''αν δεν ξέρεις, μη μιλάς''

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.