ατάκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ατάκα | οι | ατάκες |
| γενική | της | ατάκας | — | |
| αιτιατική | την | ατάκα | τις | ατάκες |
| κλητική | ατάκα | ατάκες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ατάκα < ιταλ. attacca
Ουσιαστικό
ατάκα θηλυκό
- μουσικός όρος που σημαίνει ότι το επόμενο κομμάτι πρέπει να ακολουθήσει χωρίς διακοπή
- θεατρικός όρος που σημαίνει την άμεση απόκριση στα διαλογικά μέρη τού έργου
- έκφραση και συχνά λογοπαίγνιο που χρησιμοποιείται, για να περιγράψει ή να υπενθυμίσει κάτι, το μότο
- η ατάκα που λέω σε κάποιον άπειρο για κάποιο θέμα είναι ''αν δεν ξέρεις, μη μιλάς''
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.