larga
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
larga (la)
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του largus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του largus
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.