γενίκευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενίκευση οι γενικεύσεις
      γενική της γενίκευσης* των γενικεύσεων
    αιτιατική τη γενίκευση τις γενικεύσεις
     κλητική γενίκευση γενικεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γενικεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενίκευση < γενικεύω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική généralisation[1])

Ουσιαστικό

γενίκευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γενικεύω
    οι γενικεύσεις δεν μας βοηθούν να κατανοήσουμε την ουσία του θέματος
  2. το να γενικεύεται κάτι, η εξάπλωση
    το Συμβούλιο Ασφαλείας προσπαθεί να σταματήσει τη γενίκευση των εχθροπραξιών

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.