γενικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

γενικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γενικεύω
  2. θα γενικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γενικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

γενικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γενίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.