γενικεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γενικεύομαι < παθητική φωνή του ρήματος γενικεύω
Ρήμα
γενικεύομαι, πρτ.: γενικευόμουν, στ.μέλλ.: θα γενικευτώ, αόρ.: γενικεύτηκα, μτχ.π.π.: γενικευμένος
- ξεκινώντας από κάτι μερικό επεκτείνομαι σε ένα ευρύτερο σύνολο
- τα τελευταία χρόνια γενικεύτηκε η χρήση του κινητού τηλεφώνου
Μεταφράσεις
γενικεύομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.