γειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γειωμένος | η | γειωμένη | το | γειωμένο |
| γενική | του | γειωμένου | της | γειωμένης | του | γειωμένου |
| αιτιατική | τον | γειωμένο | τη | γειωμένη | το | γειωμένο |
| κλητική | γειωμένε | γειωμένη | γειωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γειωμένοι | οι | γειωμένες | τα | γειωμένα |
| γενική | των | γειωμένων | των | γειωμένων | των | γειωμένων |
| αιτιατική | τους | γειωμένους | τις | γειωμένες | τα | γειωμένα |
| κλητική | γειωμένοι | γειωμένες | γειωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
γειωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γειώνω
- που πλέον βρίσκεται στη γη
- κύκλωμα ή συσκευή που έχει γειωθεί ηλεκτρικά
- (μεταφορικά) μετρημένος και λογικός
- (μεταφορικά) αυτός που κάτι "του έκοψε την φόρα"/"του έκοψε τα φτερά"/τον ξενέρωσε
Μεταφράσεις
γειωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.