γειρτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γειρτός η γειρτή το γειρτό
      γενική του γειρτού της γειρτής του γειρτού
    αιτιατική τον γειρτό τη γειρτή το γειρτό
     κλητική γειρτέ γειρτή γειρτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γειρτοί οι γειρτές τα γειρτά
      γενική των γειρτών των γειρτών των γειρτών
    αιτιατική τους γειρτούς τις γειρτές τα γειρτά
     κλητική γειρτοί γειρτές γειρτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γειρτός < γέρνω

Επίθετο

γειρτός, -ή, -ό και γερτός, -ή, -ό

  1. που παρουσιάζει κάποια κλίση, που εμφανίζεται στο πλάι
     συνώνυμα: καμπύλος, κυρτός
  2. (για άνθρωπο) που γέρνει, που δεν μπορεί να σταθεί όρθιος
     συνώνυμα: καμπούρης, καμπουριασμένος, κυρτωμένος, σκυφτός
  3. (για πόρτες και παράθυρα) μισόκλειστος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.