γδαρμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γδαρμένος | η | γδαρμένη | το | γδαρμένο |
| γενική | του | γδαρμένου | της | γδαρμένης | του | γδαρμένου |
| αιτιατική | τον | γδαρμένο | τη | γδαρμένη | το | γδαρμένο |
| κλητική | γδαρμένε | γδαρμένη | γδαρμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γδαρμένοι | οι | γδαρμένες | τα | γδαρμένα |
| γενική | των | γδαρμένων | των | γδαρμένων | των | γδαρμένων |
| αιτιατική | τους | γδαρμένους | τις | γδαρμένες | τα | γδαρμένα |
| κλητική | γδαρμένοι | γδαρμένες | γδαρμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γδαρμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γδέρνω
Μεταφράσεις
γδαρμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.