γδούρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γδούρι | τα | γδούρια |
| γενική | του | γδουριού | των | γδουριών |
| αιτιατική | το | γδούρι | τα | γδούρια |
| κλητική | γδούρι | γδούρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γδούρι < → λείπει η ετυμολογία
Εκφράσεις
- κάνω κάποιον γδούρι: κερδίζω κάποιον ολότελα σε τυχερό παιχνίδι
Συγγενικά
- γδέρνω
- γδούρα
Μεταφράσεις
γδούρι
|
|
Πηγές
- Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 439.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.