γαῦρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | γαῦρος | τὸ | γαῦρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | γαύρου | τοῦ | γαύρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | γαύρῳ | τῷ | γαύρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | γαῦρον | τὸ | γαῦρον | ||
| κλητική ὦ! | γαῦρε | γαῦρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | γαῦροι | τὰ | γαῦρᾰ | ||
| γενική | τῶν | γαύρων | τῶν | γαύρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | γαύροις | τοῖς | γαύροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | γαύρους | τὰ | γαῦρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | γαῦροι | γαῦρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γαύρω | τὼ | γαύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαύροιν | τοῖν | γαύροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «χυδαῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαῦρος, ήδη τον 7ο αιώνα στον Αρχίλοχο < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *geh₂widéh₁yeti < *geh₂u- (χαίρομαι, αναγαλλιάζω). Παραδοσιακά συνδέεται με το γάνυμαι, γηθέω
Επίθετο
γαῦρος, -ος, -ον, συγκριτικός :γαυρότερος
- αλαζόνας, επηρμένος, υπεροπτικός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W[est] (D60, αλλού 58 / 166.2)
- οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ΄ ὑπεξυρημένον͵- Κείμενο, μεταφράσεις: Αρχίλοχος, τροχαϊκά τετράμετρα, διδακτικό εγχειρίδιο @greek-language.gr
- οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Βάτραχοι, στίχ. 282
- οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρόν ἐσθ᾽ ὡς Ἡρακλῆς.
- Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα:Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- γιατί τίποτε δεν είναι τόσο υπεροπτικό όσο ο Ηρακλής.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- Α, ο Ηρακλής! Στην ξιπασιά είναι πρώτος.
- οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῦρόν ἐσθ᾽ ὡς Ἡρακλῆς.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἱκέτιδες, 862 @scaife.perseus
- ἥκιστα δʼ ὄλβῳ γαῦρος ἦν·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 114W[est] (D60, αλλού 58 / 166.2)
- (με θετική έννοια) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός
Πηγές
- γαῦρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.