γηθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γηθέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

γηθέω

  • δωρικός τύπος: γᾱθέω
  • μεταγενέστεροι τύποι: γήθομαι, γήθω, γάθω

Σύνθετα

  • ἀμφιγηθέω
  • ἐπιγηθέω
  • συγγηθέω

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Ρηματικοί τύποι:

  • δωρικός τύπος: παρατ. ἐγάθεον
  • δωρικός τύπος: αόρ. γ' ενικ. γάθησε
  • επικός τύπος: αόρ. γήθησα
  • δωρικός τύπος: παρακ. γέγᾱθα
  • επικός τύπος: υπερσ. γεγήθειν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.