γαρδούμπα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαρδούμπα | οι | γαρδούμπες |
| γενική | της | γαρδούμπας | — | |
| αιτιατική | τη | γαρδούμπα | τις | γαρδούμπες |
| κλητική | γαρδούμπα | γαρδούμπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαρδούμπα < πιθανόν (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαρδούμιον [1] (ουδέτερο, πρώιμη μεσαιωνική, ήδη στον Ησύχιο, με άλλη σημασία) [2] με τροπή άρθρωσης [m] > [b] και θηλυκό (ίσως κατά το συκωταριά)
- Κατ' άλλη άποψη, < (άμεσο δάνειο) αλβανική gardump < διαλεκτική ιταλική caldume.[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣaɾˈðum.ba/ & /ɣaɾˈðu.ba/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γαρ‐δού‐μπα
Ουσιαστικό
γαρδούμπα θηλυκό
Παράγωγα
- γαρδουμπάκι
Αναφορές
- γαρδούμπα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Δείτε και
caldume στην αγγλική Βικιπαίδεια
Στη σικελική διάλεκτο, quarumi. - γαρδούμπα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.