γαρδούμιον

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

γαρδούμιον: λέξη της πρίιμης μεσαιωνικής γλώσσας <  δείτε την ετυμολογία στο γαρδούμπα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: γαρδούμπα, με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

γαρδούμιον ουδέτερο

  • (πρώιμη μεσαιωνική, γαστρονομία) είδος στρογγυλού ψωμιού, στον Ησύχιο
      Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Κ
    †<κόλιξ> τὸ γαρδούμιον
    <κόλλικας> εἶδός τι ἄρτου
    άλλες μορφές: γαρδούμενον

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.