γαλλοπρεπής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλλοπρεπής η γαλλοπρεπής το γαλλοπρεπές
      γενική του γαλλοπρεπούς* της γαλλοπρεπούς του γαλλοπρεπούς
    αιτιατική τον γαλλοπρεπή τη γαλλοπρεπή το γαλλοπρεπές
     κλητική γαλλοπρεπή(ς) γαλλοπρεπής γαλλοπρεπές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλλοπρεπείς οι γαλλοπρεπείς τα γαλλοπρεπή
      γενική των γαλλοπρεπών των γαλλοπρεπών των γαλλοπρεπών
    αιτιατική τους γαλλοπρεπείς τις γαλλοπρεπείς τα γαλλοπρεπή
     κλητική γαλλοπρεπείς γαλλοπρεπείς γαλλοπρεπή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλλοπρεπής < γαλλο- + -πρεπής

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣa.lo.pɾeˈpis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλλοπρεπής
ομόηχο: γαλλοπρεπείς

Επίθετο

γαλλοπρεπής

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις Γάλλος και πρέπει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.