γαλβανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γαλβανισμός | οι | γαλβανισμοί |
| γενική | του | γαλβανισμού | των | γαλβανισμών |
| αιτιατική | τον | γαλβανισμό | τους | γαλβανισμούς |
| κλητική | γαλβανισμέ | γαλβανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
γαλβανισμός αρσενικό
- (μεταλλουργία) η επικάλυψη αντικειμένων (εξωτερική και εσωτερική) με ψευδάργυρο (επιψευδαργύρωση)
Συγγενικά
- γαλβανιζέ
- γαλβανίζομαι
- γαλβανίζω
- γαλβανικός
Σύνθετα
Μεταφράσεις
γαλβανισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.