επιψευδαργύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιψευδαργύρωση οι επιψευδαργυρώσεις
      γενική της επιψευδαργύρωσης* των επιψευδαργυρώσεων
    αιτιατική την επιψευδαργύρωση τις επιψευδαργυρώσεις
     κλητική επιψευδαργύρωση επιψευδαργυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιψευδαργυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιψευδαργύρωση < επι- + ψευδαργύρωση

Ουσιαστικό

επιψευδαργύρωση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.