γαλβανίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γαλβανίζω < από το όνομα φυσικού Galvani και γαλλική galvaniser

Ρήμα

γαλβανίζω

  1. (χημεία) γενικά επιμεταλλώνω, περνάω λεπτό στρώμα μετάλλου σε άλλο μέταλλο
  2. (ηλεκτρολογία): ηλεκτρίζω με γαλβανική στήλη
  3. (τεχνολογία): ουσιαστικά επιψευδαργυρώνω μεταλλική επιφάνεια ή αντικείμενο για προστασία από τη διάβρωση - σκουριά
  4. (μεταφορικά): ενθουσιάζω, εμψυχώνω, ηλεκτρίζω
    φοβερός δημαγωγός, ξέρει να γαλβανίζει τα πλήθη

Παράγωγα

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.