γαλβανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γαλβανικός | η | γαλβανική | το | γαλβανικό |
| γενική | του | γαλβανικού | της | γαλβανικής | του | γαλβανικού |
| αιτιατική | τον | γαλβανικό | τη | γαλβανική | το | γαλβανικό |
| κλητική | γαλβανικέ | γαλβανική | γαλβανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γαλβανικοί | οι | γαλβανικές | τα | γαλβανικά |
| γενική | των | γαλβανικών | των | γαλβανικών | των | γαλβανικών |
| αιτιατική | τους | γαλβανικούς | τις | γαλβανικές | τα | γαλβανικά |
| κλητική | γαλβανικοί | γαλβανικές | γαλβανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γαλβανικός < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική galvanique
Μεταφράσεις
γαλβανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.