γαλβανόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαλβανόμετρο | τα | γαλβανόμετρα |
| γενική | του | γαλβανόμετρου & γαλβανομέτρου |
των | γαλβανόμετρων & γαλβανομέτρων |
| αιτιατική | το | γαλβανόμετρο | τα | γαλβανόμετρα |
| κλητική | γαλβανόμετρο | γαλβανόμετρα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαλβανόμετρο < γαλβαν(ισμός) + -ο- + -μετρο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.