γκριζογάλανος
Νέα ελληνικά (el)

γκριζογάλανος ουρανός και γκριζογάλανη θάλασσα -παραλία της Χιλής.
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκριζογάλανος | η | γκριζογάλανη | το | γκριζογάλανο |
| γενική | του | γκριζογάλανου | της | γκριζογάλανης | του | γκριζογάλανου |
| αιτιατική | τον | γκριζογάλανο | την | γκριζογάλανη | το | γκριζογάλανο |
| κλητική | γκριζογάλανε | γκριζογάλανη | γκριζογάλανο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκριζογάλανοι | οι | γκριζογάλανες | τα | γκριζογάλανα |
| γενική | των | γκριζογάλανων | των | γκριζογάλανων | των | γκριζογάλανων |
| αιτιατική | τους | γκριζογάλανους | τις | γκριζογάλανες | τα | γκριζογάλανα |
| κλητική | γκριζογάλανοι | γκριζογάλανες | γκριζογάλανα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γκριζογάλανος < γκριζο- + γαλανός
Προφορά
Επίθετο
γκριζογάλανος, -η, -ο
- που το χρώμα του είναι συνδυασμός των γκρίζου και του γαλάζιου
Μεταφράσεις
γκριζογάλανος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.