τέρβιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- τέρβιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική terbium < σουηδική Ytterby (ένα χωριό στη Σουηδία, όπου ανακαλύφθηκε). Δείτε και έρβιο, υττέρβιο.
Ουσιαστικό
τέρβιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 65 και χημικό σύμβολο το Tb
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τέρβιο | τα | τέρβια |
| γενική | του | τέρβιου | των | τέρβιων |
| αιτιατική | το | τέρβιο | τα | τέρβια |
| κλητική | τέρβιο | τέρβια | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
-
τέρβιο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.