γαδολινιούχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαδολινιούχος η γαδολινιούχα το γαδολινιούχο
      γενική του γαδολινιούχου της γαδολινιούχας του γαδολινιούχου
    αιτιατική τον γαδολινιούχο τη γαδολινιούχα το γαδολινιούχο
     κλητική γαδολινιούχε γαδολινιούχα γαδολινιούχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαδολινιούχοι οι γαδολινιούχες τα γαδολινιούχα
      γενική των γαδολινιούχων των γαδολινιούχων των γαδολινιούχων
    αιτιατική τους γαδολινιούχους τις γαδολινιούχες τα γαδολινιούχα
     κλητική γαδολινιούχοι γαδολινιούχες γαδολινιούχα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαδολινιούχος < γαδολίνιο + -ούχος

Επίθετο

γαδολινιούχος, -α, -ο

  • (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο γαδολινίου

Συνώνυμα

  • γαδολινίδιο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.