kid

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
kid kids

kid (en)

  1. το κατσίκι
  2. το κατσικίσιο δέρμα
  3. η νεαρή αντιλόπη
  4. (ανεπίσημο) το παιδί, ο νεαρός
     συνώνυμα: child

Ρήμα

ενεστώτας kid
γ΄ ενικό ενεστώτα kids
αόριστος kidded
παθητική μετοχή kidded
ενεργητική μετοχή kidding

kid (en)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.