προσβλητικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
προσβλητικά
<
προσβλητικός
+
-ά
Επίρρημα
προσβλητικά
με
προσβλητικό
τρόπο
,
προσβάλλοντας
προσβλητικώς
Μεταφράσεις
προσβλητικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
προσβλητικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
προσβλητικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.