γέεννα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η γέεννα
      γενική της γέεννας
    αιτιατική τη γέεννα
     κλητική γέεννα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γέεννα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γέεννα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝe.e.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γέεννα

Ουσιαστικό

γέεννα θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.