βύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βύνη | οι | βύνες |
| γενική | της | βύνης | των | βυνών |
| αιτιατική | τη | βύνη | τις | βύνες |
| κλητική | βύνη | βύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Σπόροι βύνης
Ετυμολογία
- βύνη < (ελληνιστική κοινή) βύνη
Ουσιαστικό
βύνη θηλυκό
- προϊόν που προκύπτει με κατεργασία του κριθαριού ή άλλων δημητριακών και χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπίρας και τροφίμων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.