βυνοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βυνοποιία οι βυνοποιίες
      γενική της βυνοποιίας των βυνοποιιών
    αιτιατική τη βυνοποιία τις βυνοποιίες
     κλητική βυνοποιία βυνοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βυνοποιία < βύνη + -ο- + -ποιία

Ουσιαστικό

βυνοποιία θηλυκό

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.